πλησιάζω

πλησιάζω
1. μετ.
1) сближать, приближать; придвигать; 2) подходить, приближаться (к кому-л.); догонять (кого-л.); 3) сближаться (с кем-л.), устанавливать контакт, дружить (с кем-л.); быть близким (к кому-л.);

κανείς δεν τον πλησιάζει — никто с ним не дружит;

δεν ξέρεις πώς να τον πλησιάσεις не знаешь, как к нему подступиться;
4) жить, иметь половые сношения;

δεν πλησιάζει την γυναίκα του — он не живёт со своей женой;

2. αμετ.
1) подходить; приближаться, придвигаться; подъезжать;

πλησιάζουμε στη Μόσχα — мы подъезжаем к Москве;

τό σύννεφο πλησιάζει — туча надвигается;

2) перен. подступать, подступаться (к кому-л.);
подъезжать, подкатываться (прост.); 3) перен. подходить, приближаться, надвигаться;

πλησιάζει το καλοκαίρι — приближается лето, лето не за горами;

η ώρα πλησίασε настал час, пробил час;
4) быть похожим, приближаться;

τό χρώμα τού φουστανιού πλησιάζει λίγο προς το γκρί — платье сероватого цвета


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πλησιάζω" в других словарях:

  • πλησιάζω — πλησιάζω, πλησίασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: πλησιάζω : απαντάται (σπάνια) ο ενεστώτας της παθητικής φωνής πλησιάζομαι (με την έννοια → προσεγγίζομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλησιάζω — bring near pres subj act 1st sg πλησιάζω bring near pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάζω — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατιάζω [πλησίος] 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, προσεγγίζω («πλησιάζω το χέρι μου στη φωτιά») 2. έρχομαι κοντά, σιμώνω, ζυγώνω 3. είμαι, βρίσκομαι κοντά 4. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει γυναίκα» β. «τῇ …   Dictionary of Greek

  • πλησιάζω — πλησίασα 1. μτβ., φέρνω κοντά κάτι: Μην πλησιάζεις το αναμμένο τσιγάρο στη βενζίνη. 2. έρχομαι κοντά σε κάτι, ζυγώνω, σιμώνω: Τον πλησίασα με τρόπο και του μίλησα. 3. μτφ., συναναστρέφομαι, σχετίζομαι: Μπορεί και πλησιάζει υψηλά πρόσωπα. 4. αμτβ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλησιάζετον — πλησιάζω bring near pres imperat act 2nd dual πλησιάζω bring near pres ind act 3rd dual πλησιάζω bring near pres ind act 2nd dual πλησιάζω bring near imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάζετε — πλησιάζω bring near pres imperat act 2nd pl πλησιάζω bring near pres ind act 2nd pl πλησιάζω bring near imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάζῃ — πλησιάζω bring near pres subj mp 2nd sg πλησιάζω bring near pres ind mp 2nd sg πλησιάζω bring near pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάσουσι — πλησιάζω bring near aor subj act 3rd pl (epic) πλησιάζω bring near fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλησιάζω bring near fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάσουσιν — πλησιάζω bring near aor subj act 3rd pl (epic) πλησιάζω bring near fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλησιάζω bring near fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιάσω — πλησιάζω bring near aor subj act 1st sg πλησιάζω bring near fut ind act 1st sg πλησιάζω bring near aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλησίακε — πλησιάζω bring near perf imperat act 2nd sg πλησιάζω bring near perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»